ίδρυμα — Περιουσία που είναι αφιερωμένη από τον ιδρυτή στην εξυπηρέτηση ενός διαρκούς σκοπού και έχει νομική προσωπικότητα. Η σύστασή του μπορεί να γίνει με δικαιοπραξία εν ζωή –οπότε χρειάζεται να συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο– ή με πράξη τελευταίας … Dictionary of Greek
σινάς — Επώνυμο Ελλήνων πατριωτών και μεγαλεμπόρων. 1. Σίμων. Ιδρυτής μεγάλου εμπορικού και τραπεζικού οίκου της Βιέννης (1753 1822). Καταγόταν από τη Μοσχόπολη της Β. Ηπείρου και, ύστερα από σύντομη παραμονή στη Νύσσα, εγκαταστάθηκε τελικά στη Βιέννη,… … Dictionary of Greek
Αβέρωφ, Γεώργιος — (Μέτσοβο 1818 – Αλεξάνδρεια 1899). Επιχειρηματίας και εθνικός ευεργέτης. Είκοσι δύο ετών έφυγε από τη γενέτειρά του και εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο, απέκτησε κολοσσιαία περιουσία και διέθεσε τεράστια ποσά για… … Dictionary of Greek
ευεργέτες, εθνικοί — Ονομάζονται ε.ε. εκείνοι οι εύποροι Έλληνες, οι οποίοι από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και μετά δαπάνησαν ή κληροδότησαν το σύνολο ή μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για κοινωφελείς σκοπούς, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην πνευματική… … Dictionary of Greek
обьщепользьѥ — ОБЬЩЕПОЛЬЗЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Общая польза, польза для всех: и другъ къ друзѣ по образу движющесѧ. опщеполезье [так!] требовани˫а сносѧща. не встающе другъ на другъ. нъ пребывающе тако ˫ако же отъ б҃а призванъ ктождо. (τὴν κοινωφελῆ χρείαν) ФСт XIV,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έρανος — ο (AM ἔρανος) μσν. νεοελλ. συγκέντρωση συνεισφορών σε είδος ή χρήμα για κοινωφελή ή φιλανθρωπικό σκοπό αρχ. 1. συμπόσιο με κοινή συνεισφορά τών συνδαιτημόνων 2. δείπνο, συμπόσιο, γιορτή 3. ποσό για υποστήριξη κάποιου, φιλικό δάνειο 4. άτοκο… … Dictionary of Greek
εσπερίδα — η (AM ἑσπερίς, ίδος) [εσπέρα] νεοελλ. 1. φιλική βραδινή συγκέντρωση 2. βραδινή ή νυχτερινή γιορτή που γίνεται δημόσια για φιλανθρωπικό ή άλλο κοινωφελή σκοπό 3. βοτ. γένος δικότυλων ποωδών φυτών 4. στον πληθ. οι εσπερίδες οικογένεια λεπιδόπτερων… … Dictionary of Greek
κληροδότημα — Κάθε περιουσιακή ωφέλεια (πράγμα, απαίτηση κλπ.) που ο διαθέτης, με διάταξη η οποία περιλαμβάνεται στη διαθήκη του, προσπορίζει σε ένα πρόσωπο, χωρίς όμως να το διορίζει κληρονόμο του. Κ. μπορεί να αναγραφεί και προς όφελος μεριδιούχου της «εξ… … Dictionary of Greek
κοινωφελής — ές (AM κοινωφελής, ές) αυτός που ωφελεί την κοινωνία, αυτός που εξυπηρετεί το κοινωνικό σύνολο («κοινωφελή ιδρύματα»). επίρρ... κοινωφελώς (AM κοινωφελῶς) με τρόπο που ωφελεί την κοινωνία, κατά τρόπο ωφέλιμο στο κοινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός +… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek